Ταξιδεύω με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Έχω αραδιάσει μπροστά μου βιβλία, χαρτιά, σημειώσεις, στυλό και μολύβια και προσπαθώ να γράψω τον επίλογο ενός άρθρου, συνειδητοποιώντας με βαριά καρδιά ότι η έμπνευσή μου δεν ανέβηκε στο τρένο, με αποτέλεσμα να γράφω και να σβήνω ότι σκέφτομαι.
Χωρίς να την αντιληφθώ, με πλησιάζει μια κοπέλα και ζητά να καθίσει δίπλα μου.
- Γεια, μπορώ να καθίσω;
Μαζεύω τα χαρτιά μου και της κάνω χώρο, χαρίζοντας της ένα χαμόγελο με τα μάτια. Μετά από λίγες αναγνωριστικές κουβέντες και ενώ η γλώσσα του σώματός της μου λέει ότι ψάχνει απεγνωσμένα κάτι να βρει (το θάρρος της), με αποστομώνει, με την παρακάτω φράση:
- Με λένε Μαρίνα, έχω στο παρελθόν πέσει θύμα βιασμού και θα ήθελα να σου πω την ιστορία μου, για να την γράψεις.
Συνέρχομαι από το πρώτο σοκ και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, πιάνει την άκρη του νήματος και αρχίζει να ξεδιπλώνει το κουβάρι της πονεμένης ιστορίας της…
«Η ιστορία που θα σου διηγηθώ, έλαβε χώρα πριν περίπου 7 χρόνια. Είχα πάει με την παρέα μου σε ένα πάρτι σε μια περιοχή της Αθήνας που δεν έχει νόημα να πω το όνομά της. Ήμουν μια κοπέλα δραστήρια, κοινωνική, όμορφη και μου άρεσε πολύ να περνώ καλά με τους φίλους μου. Το πάρτι ήταν πετυχημένο. Είχε αρκετό κόσμο, ωραία μουσική και η ώρα περνούσε ευχάριστα.
Γνωριστήκαμε με τη διπλανή παρέα, όπου ένας εκ των αγοριών με κοιτούσε συνεχώς και επίμονα. Ήταν σίγουρα μεγαλύτερος μου και με ευχέρεια στις κινήσεις του, βρεθήκαμε να χορεύουμε ένα από τα διάσημα κομμάτια της εποχής. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά ένιωθα να με τρώει με τα μάτια του. Στην αρχή προσεκτικός, αλλά όσο περνούσε η ώρα και το αλκοόλ έρεε στον οργανισμό του, μιας και έπινε συνεχώς, έγινε πιο ελεύθερος και άρχισε να εκδηλώνει ανοιχτά τις προθέσεις τους προ το πρόσωπό μου.
Κάποια στιγμή χτυπά το κινητό μου και βγαίνω από το μαγαζί για να καθησυχάσω τη μαμά μου και να την ενημερώσω ότι σίγουρα θα αργήσω να επιστρέψω για να μη με περιμένει. Ο Λεωνίδας, έτσι τουλάχιστον μου συστήθηκε, άδραξε την ευκαιρία και βγήκε πίσω μου, για να χαλαρώσει από τη δυνατή μουσική και την ένταση που πλανιόταν μέσα στο πάρτι. Καθίσαμε για λίγο σε ένα τραπεζάκι άδειο και αφού συζητήσαμε περί ανέμων και υδάτων, με έπιασε από το χέρι και μου ζήτησε να κάνουμε μια βόλτα στο τετράγωνο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν αντιστάθηκα. Σηκώθηκα και περπατήσαμε λίγα βήματα, με έπιασε τρυφερά από τη μέση και με φίλησε στο λαιμό. Και πάλι δεν αντιστάθηκα, δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτήσεις. Είχαμε στρίψει στη γωνία, όταν μου έκλεισε το στόμα και με έπιασε από τα λυτά μου μαλλιά. Άρχισα να τρέμω, προσπαθούσα να τον χτυπήσω, να φωνάξω, να αντιδράσω, αλλά ο σωματότυπός του υπερίσχυε του δικού μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι και έναν οξύ πόνο να με πλημυρίζει.
Ξύπνησα σαν από λήθαργο λίγη ώρα αργότερα, μόνη μου σε ένα γιαπί. Πολύ γρήγορα παρά τους πόνους που ένιωθα στο κορμί μου, κατάλαβα τι είχε συμβεί. Τα ρούχα μου ήταν σκισμένα, το εσώρουχό μου πεταμένο και από τη μύτη μου έτρεχε αίμα. Αναζήτησα το κινητό μου, το οποίο βρήκα απενεργοποιημένο λίγα μέτρα πιο πέρα. Κινήθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ενεργοποίησα το κινητό και ειδοποίησα τους φίλους μου, οι οποίοι ήταν ήσυχοι, μιας και η παρέα του βιαστή μου, τους είχε πει ότι έφυγα μαζί του.
Τα όσα εξελίχθηκαν τις επόμενες ώρες, περνούν σαν ταινία από μπροστά μου. Οι φίλοι μου με μετέφεραν στο σπίτι και οι γονείς μου κατηγόρησαν εμένα για το πάθημά μου. Μπήκα στο μπάνιο, η μητέρα μου εξαφάνισε όλα τα ρούχα που φορούσα και ο πατέρας μου με κοιτούσε με μίσος, θυμό και απαξίωση.
Για καταγγελία ούτε λόγος, παρά τα όσα τους είπα και παρά τα παρακαλετά μου. Κατηγορήθηκα από τους ίδιους τους γονείς μου και ένιωσα ντροπή για ότι μου είχε συμβεί. Εκείνοι κρύφτηκαν πίσω από ταμπέλες και έθεσαν το περιστατικό ως μη γενόμενο, φοβούμενοι τα σχόλια και τα κουτσομπολιά, πληγώνοντας εμένα, που πραγματικά ένιωθα απροστάτευτη, μόνη και γεμάτη ενοχές.
Τέλειωσα τις σπουδές μου, έπιασα δουλειά και απομονώθηκα από φίλους και γνωστούς. Χάλασε η ζωή μου, ζω σχεδόν μόνη μου, βλέπω κάθε μήνα έναν ειδικό που θεωρώ ότι με βοηθάει και εκείνος συνεχίζει ανενόχλητος να κυκλοφορεί ελεύθερος…
Αυτά είναι όλα όσα ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σου. Έβγαλα από πάνω μου ένα βάρος και θα σε παρακαλούσα, να κοινοποιήσεις την ιστορία μου. Αν συστηνόμουν τώρα θα σου έλεγα: Γεια, είμαι η Μαρίνα και είμαι καλά!».
Η συνέχεια μεταξύ μας δε θεωρώ ότι ενδιαφέρει κανέναν. Αν και είμαι ακόμη σοκαρισμένη, θέλω να γράψω δυο λόγια στις γυναίκες εκείνες που έχουν πέσει θύματα βιασμού.
Μιλήστε, νουθετήστε και καταγγείλτε με θάρρος τον θύτη, για να πάψει να κυκλοφορεί ανάμεσά μας και να λάβει την τιμωρία που του αξίζει. Δεν είστε μόνες σας. Είμαστε συνοδοιπόροι, είμαστε όλες και όλοι πρόθυμοι να σας αγκαλιάσουμε και να στηρίξουμε αυτή σας την ενέργεια, για να αποτρέψουμε όσο γίνεται περισσότερα παρόμοια περιστατικά.
Μη νιώθετε τύψεις και ντροπή. Όχι εσείς! Οι θύτες πρέπει να νιώθουν έτσι, αυτοί οι «άντρες» υπεράνω πάσης υποψίας, αυτά τα άνανδρα αρσενικά που λεηλατούν βάναυσα όχι μόνο το σώμα, μα και την ψυχή των γυναικών που γίνονται θύματά τους. Οι θύτες που θυσιάζουν στο βωμό της γυναικείας υπόστασης τις αρρωστημένες ορέξεις τους, προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα της αρρενωπότητας τους, αδιαφορώντας για το ολέθριο τσούναμι που προκαλούν.
Και εσείς γονείς, υπερασπιστείτε τα παιδιά σας, αγκαλιάστε τα, δώστε τους αγάπη, απαλύνετε τις ανοιχτές πληγές τους, χαρίστε τους ένα στοργικό χάδι και κάντε τα να νιώθουν ασφάλεια τη στιγμή που χρειάζονται στήριξη και αναζητούν την αποδοχή σας!